ὀγκοῦμαι

ὀγκοῦμαι
ὀγκάομαι
bray
pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic)
ὀγκόω
raise up
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγκούσα — και άγκουσα, η 1. δύσπνοια που προέρχεται από πολυφαγία, ασθένεια ή άλλες αιτίες 2. στενοχώρια, θλίψη 3. μέριμνα, φροντίδα 4. τα αέρια ορυχείων, τα οποία δημιουργούν αποπνικτική ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < ὀγκοῦμαι ή < ενετ …   Dictionary of Greek

  • ογκώνω — και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, όω) [όγκος (Ι)] αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ. β. «τὸ πνεῡμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να… …   Dictionary of Greek

  • παρογκούμαι — όομαι, Α [ογκούμαι] διογκώνομαι ελαφρά, γίνομαι κάπως κυρτός, καμπύλος …   Dictionary of Greek

  • συνογκούμαι — όομαι, ΜΑ [ὀγκοῦμαι] εξογκώνομαι, φουσκώνω μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • υπογκούμαι — όομαι, Α εξογκώνομαι ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀγκοῦμαι (< ὄγκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”